- ζάλευκος
- ζάλευκοςvery whitemasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ζάλευκος — very white masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζάλευκος — (7ος αι. π.Χ.). Νομοθέτης των Επιζεφυρίων Λοκρών της Κάτω Ιταλίας. Σύμφωνα με την παράδοση, συνδέεται με τον Πυθαγόρα, τον Λυκούργο και τον Χαρώνδα. Άλλοι θεωρούν ότι ήταν ο συγγραφέας της παλαιότερης γραπτής ελληνικής νομοθεσίας, η οποία… … Dictionary of Greek
ζάλευκον — ζάλευκος very white masc/fem acc sg ζάλευκος very white neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ζαλεύκου — Ζάλευκος very white masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζαλεύκου — ζάλευκος very white masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ζαλεύκῳ — Ζάλευκος very white masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζαλεύκῳ — ζάλευκος very white masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ζάλευκοι — Ζάλευκος very white masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζάλευκοι — ζάλευκος very white masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ζάλευκον — Ζάλευκος very white masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)